- τοξικομανή
- uyuşturucu bağımlısı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek
αποτοξίκωση — η θεραπεία που οδηγεί έναν χρόνιο τοξικομανή στη διακοπή των συνηθειών της κατάχρησης μιας τοξικής ουσίας ή της λήψης ενός ναρκωτικού … Dictionary of Greek